-
1 be
present tense am [ʌm], are [a:], is [ɪz]; past tense was [woz], were [w†:]; present participle 'being; past participle been [bi:n, (·meriцan) bɪn]; subjunctive were [w†:]; short forms I'm [aim] (I am), you're [ju†] (you are), he's [hi:z] (he is), she's [ʃi:z] (she is), it's [ɪ ] (it is), we're [wi†] (we are), they're [Ɵe†] (they are); negative short forms isn't (is not), aren't [a:nt] (are not), wasn't (was not), weren't [w†:nt] (were not)1) (used with a present participle to form the progressive or continuous tenses: I'm reading; I am being followed; What were you saying?.) είμαι2) (used with a present participle to form a type of future tense: I'm going to London.)3) (used with a past participle to form the passive voice: He was shot.) ήμουν4) (used with an infinitive to express several ideas, eg necessity (When am I to leave?), purpose (The letter is to tell us he's coming), a possible future happening (If he were to lose, I'd win) etc.) είναι να...πρόκειται5) (used in giving or asking for information about something or someone: I am Mr Smith; Is he alive?; She wants to be an actress; The money will be ours; They are being silly.) είμαι•- being- the be-all and end-all -
2 confirmand
noun (a person who receives religious confirmation or is a candidate for it.) που έχει λάβει ή πρόκειται να λάβει (Χριστιανικό) χρίσμα
См. также в других словарях:
πρόκειται — (ως απρόσ.) Σημειώσεις: πρόκειται : η μτχ. χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό (το προκείμενο) και σε στερεότυπες εκφρ. όπως: προκειμένου να..., επί του προκειμένου κτλ … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
πρόκειται — πρτ. επρόκειτο (απρόσ.), γίνεται λόγος, μέλλει: Πρόκειται για το γνωστό θέμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προκεῖται — πρό κέω to lie down pres ind mp 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόκειται — πρόκειμαι to be set before one pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηδόν — πρόκειται για κατάλ. επιρρημάτων τής Αρχαίας που αποτελεί παρεκτεταμένη με η μορφή τού επιθήματος δον, που σχηματίστηκε με μετακίνηση τών ορίων τού επιθήματος από τύπους τών οποίων το θέμα έληγε σε η : αγελη δόν > αγελ ηδόν. Τόσο το επίθημα… … Dictionary of Greek
βαμβάκι — Πρόκειται για την κοινή ονομασία με την οποία είναι γνωστά τα είδη του γένους γοσύπιο (gosypium) της οικογένειας των μαλαχιδών ή μαλβιδών, καθώς και οι κλωστικές ίνες που προέρχονται από τα σπέρματά τους (παλαιότερα λεγόταν επίσης βαμπάκι και… … Dictionary of Greek
μεσημβρινός — Πρόκειται για τη νοητή γραμμή της γήινης σφαίρας, όλα τα σημεία της οποίας έχουν το ίδιο γεωγραφικό μήκος· αυτή η νοητή γραμμή διέρχεται από τους δυο πόλους της Γης. Εξαιτίας της ελλειψοειδούς περιστροφής της Γης, οι γήινοι μ. είναι επίπεδες… … Dictionary of Greek
Αγελάδες Φαραώ — Πρόκειται για τις γνωστές από την Παλαιά Διαθήκη εφτά παχιές και εφτά ισχνές α. που είδε στον ύπνο του ο τότε φαραώ της Αιγύπτου. Το όνειρο εξήγησε o Ιωσήφ ως εξής: οι εφτά παχιές α. σημαίνουν εφτάχρονη ευημερία, ενώ οι εφτά ισχνές εφτάχρονη… … Dictionary of Greek
ακουστική κηλίδα — Πρόκειται για ένα σημείο του εσωτερικού τοιχώματος του σφαιρικού και ελλειπτικού κυστιδίου, στο αφτί. Περιέχει νευροεπιθηλιακά κύτταρα στα οποία καταλήγει το αιθουσαίο νεύρο … Dictionary of Greek
άμυνα, νόμιμη — Πρόκειται για μια αναγκαία αντίδραση, που αποβλέπει στο να αποτρέψει από τον αμυνόμενο ή από άλλους τον άμεσο κίνδυνο μιας άδικης επίθεσης. Το νεότερο ποινικό δίκαιο θεωρεί τη ν.ά. ως αιτία αποκλεισμού του άδικου χαρακτήρα της πράξης.… … Dictionary of Greek
άσεμνα δημοσιεύματα — Πρόκειται για χειρόγραφα, έντυπα, εικόνες και άλλααντικείμενα, που σύμφωνα με το κοινό αίσθημα προσβάλλουν την αιδώ. Εξαιρείται η περίπτωση που το έργο αποτελεί προϊόν τέχνης ή επιστήμης, εκτός εάν προσφέρεται για πώληση ή δίνεται σε πρόσωπα… … Dictionary of Greek